Μαριός

Μαριός
Μαριός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μάριος — Μάρης masc gen sg (doric) Μάριος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάριος, Γάιος — (Gaius Marius, Άρπινο 158 π.Χ. – Ρώμη 86 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός. Μολονότι υπήρξε homo novus (άνδρας χωρίς ευγενική καταγωγή), κατάφερε με την υποστήριξη των Μετέλλων να συμμετάσχει στην πολιτική ζωή διατρέχοντας ολόκληρο το cursus …   Dictionary of Greek

  • μάριος — μάρις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάρβογλης, Μάριος — (Αθήνα 1885 – 1967). Έλληνας μουσουργός, καθηγητής μουσικής και μουσικοκριτικός. Καταγόμενος από γνωστή οικογένεια αγωνιστών του 1821, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με τον Νικηφόρο Λύτρα και το 1902 πήγε να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο… …   Dictionary of Greek

  • Χάκκας, Μάριος — (Μακρακώμη, Φθιώτιδας 1931 – Αθήνα 1972). Λογοτέχνης. Διώχτηκε για τις πολιτικές πεποιθήσεις του και φυλακίστηκε επί 4 χρόνια, γεγονός που τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του στην Πάντειο. Διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος και, για μικρό… …   Dictionary of Greek

  • Βαϊάνος, Μάριος — (Μιτ Γαμρ, Αίγυπτος 1908 – Αθήνα 1975). Λόγιος και εκδότης. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Χίο, τόπο της καταγωγής του. Ήρθε στην Αθήνα, όπου φοίτησε για ένα διάστημα στη φαρμακευτική σχολή. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με στίχους. Ασχολήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Φεροτέν, Μάριος — (Ferowtin, Σατονέφ σιρ Poν 1855 – Φαρνμπορόου 1914). Γάλλος βενεδικτίνος ιστορικός. Σπούδασε μεσαιωνική ιστορία της Ισπανίας και βρήκε σπάνια κείμενα για τη θρησκευτική ζωή και ιδιαίτερα για τις χριστιανικές λειτουργίες της ισπανικής εκκλησίας… …   Dictionary of Greek

  • Μαριῶν — Μαριός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρίοις — Μάριος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρίου — Μάριος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”